θριαμβικῆς

θριαμβικῆς
θριαμβικός
triumphal
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαντιέ, Τζουζέπε — (Giuseppe Valadier, Ρώμη 1762 – 1839). Ιταλός αρχιτέκτονας, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νεοκλασικής εποχής. Σπούδασε στην Ακαδημία του Αγίου Λουκά και ταξίδεψε στη Φλωρεντία, στη Μοντένα, στο Μιλάνο και στη Μασσαλία. Το 1781, σε… …   Dictionary of Greek

  • Βαχτάνγκοφ, Γεβγένι — (Yevgeni Vakhtangov, Βλαντικαφκάζ, Ορντζονικίτζε 1883 – Μόσχα 1922). Ρώσος σκηνοθέτης και ηθοποιός του θεάτρου. Το 1911 πήρε το δίπλωμα της δραματικής σχολής Αντάσεφ. Τον ανακάλυψε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος τον προσέλαβε ως καθηγητή της απαγγελίας …   Dictionary of Greek

  • τόξο ή αψίδα — Kαμπυλόγραμμη κατασκευή, γνωστή από την αρχαιότητα, χρησιμοποιούμενη για την κάλυψη ανοιγμάτων αντί του ευθύγραμμου επιστύλιου. Σημαντική ιδιότητα του τ. είναι η μέσω των αψιδολίθων μεταβίβαση των τάσεων των υπερκείμενων φορτίων προς τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”